Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἴκτερις
ἰκτερίτης
ἰκτερόομαι
ἴκτερος
ἱκτήρ
ἰκτίν
ἰκτῖνος
Ἰκτῖνος
ἴκτις
ἵκτωρ
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάειρα
ἵλαος
ἱλαρεία
ἱλαρεύομαι
ἱλάρια
ἱλαροποιέω
ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλαροτραγῳδία
View word page
ἵκω
to come to

ShortDef

to come to

Debugging

Headword:
ἵκω
Headword (normalized):
ἵκω
Headword (normalized/stripped):
ικω
IDX:
42554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42555
Key:

Data

{'content': 'to come to'}