Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰκτερικός
ἴκτερις
ἰκτερίτης
ἰκτερόομαι
ἴκτερος
ἱκτήρ
ἰκτίν
ἰκτῖνος
Ἰκτῖνος
ἴκτις
ἵκτωρ
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάειρα
ἵλαος
ἱλαρεία
ἱλαρεύομαι
ἱλάρια
ἱλαροποιέω
ἱλαρός
ἱλαρότης
View word page
ἵκτωρ
suppliant

ShortDef

suppliant

Debugging

Headword:
ἵκτωρ
Headword (normalized):
ἵκτωρ
Headword (normalized/stripped):
ικτωρ
IDX:
42553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42554
Key:

Data

{'content': 'suppliant'}