Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἴκταρ
ἴκταρ2
ἴκταρ3
ἰκτερίας
ἰκτεριάω
ἰκτερικός
ἴκτερις
ἰκτερίτης
ἰκτερόομαι
ἴκτερος
ἱκτήρ
ἰκτίν
ἰκτῖνος
Ἰκτῖνος
ἴκτις
ἵκτωρ
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάειρα
ἵλαος
ἱλαρεία
View word page
ἱκτήρ
a suppliant
ShortDef
a suppliant
Debugging
Headword:
ἱκτήρ
Headword (normalized):
ἱκτήρ
Headword (normalized/stripped):
ικτηρ
IDX:
42548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42549
Key:
Data
{'content': 'a suppliant'}