Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλωρῆται
Ἄλωρος
ἅλως
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἁλωτός
ἀλώφητος
ἅμα
ἁμᾶ
ἁμαδέον
Ἀμάδοκος
Ἀμαζόνες
Ἀμαζονικός
Ἀμαζονίς
Ἀμαζονομαχία
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
Ἀμάθεια
ἀμαθής
ἀμαθία
ἀμαθῖτις
View word page
Ἀμάδοκος
Amadocus
ShortDef
Amadocus
Debugging
Headword:
Ἀμάδοκος
Headword (normalized):
ἀμάδοκος
Headword (normalized/stripped):
αμαδοκος
IDX:
4251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4252
Key:
Data
{'content': 'Amadocus'}