Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
ἰκμαίνω
ἰκμαῖος
ἰκμαλέος
ἰκμάς
ἰκμάω2
ἴκμενος
ἴκμη
ἴκμιος
ἰκμόβωλον
ἰκμώδης
ἱκνέομαι
ἴκνυς
Ἰκόνιον
View word page
ἰκμαλέος
damp, wet
ShortDef
damp, wet
Debugging
Headword:
ἰκμαλέος
Headword (normalized):
ἰκμαλέος
Headword (normalized/stripped):
ικμαλεος
IDX:
42518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42519
Key:
Data
{'content': 'damp, wet'}