Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
ἰκμαίνω
ἰκμαῖος
ἰκμαλέος
ἰκμάς
ἰκμάω2
ἴκμενος
ἴκμη
ἴκμιος
ἰκμόβωλον
ἰκμώδης
ἱκνέομαι
View word page
ἰκμαίνω
moisten

ShortDef

moisten

Debugging

Headword:
ἰκμαίνω
Headword (normalized):
ἰκμαίνω
Headword (normalized/stripped):
ικμαινω
IDX:
42516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42517
Key:

Data

{'content': 'moisten'}