Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
ἰκμαίνω
ἰκμαῖος
ἰκμαλέος
ἰκμάς
ἰκμάω2
ἴκμενος
ἴκμη
ἴκμιος
ἰκμόβωλον
ἰκμώδης
View word page
ἰκμάζω
filter through, ooze

ShortDef

filter through, ooze

Debugging

Headword:
ἰκμάζω
Headword (normalized):
ἰκμάζω
Headword (normalized/stripped):
ικμαζω
IDX:
42515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42516
Key:

Data

{'content': 'filter through, ooze'}