Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
ἰκμαίνω
ἰκμαῖος
ἰκμαλέος
ἰκμάς
ἰκμάω2
ἴκμενος
ἴκμη
ἴκμιος
ἰκμόβωλον
View word page
ἰκμαδώδης
moist, wet

ShortDef

moist, wet

Debugging

Headword:
ἰκμαδώδης
Headword (normalized):
ἰκμαδώδης
Headword (normalized/stripped):
ικμαδωδης
IDX:
42514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42515
Key:

Data

{'content': 'moist, wet'}