Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱκέτας
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
ἰκμαίνω
ἰκμαῖος
ἰκμαλέος
ἰκμάς
ἰκμάω2
ἴκμενος
ἴκμη
View word page
ἱκέτις
suppliant

ShortDef

suppliant

Debugging

Headword:
ἱκέτις
Headword (normalized):
ἱκέτις
Headword (normalized/stripped):
ικετις
IDX:
42512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42513
Key:

Data

{'content': 'suppliant'}