Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκέτας
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
ἰκμαίνω
ἰκμαῖος
ἰκμαλέος
ἰκμάς
View word page
ἱκετήριος
of a suppliant, fit for a suppliant
ShortDef
of a suppliant, fit for a suppliant
Debugging
Headword:
ἱκετήριος
Headword (normalized):
ἱκετήριος
Headword (normalized/stripped):
ικετηριος
IDX:
42509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42510
Key:
Data
{'content': 'of a suppliant, fit for a suppliant'}