Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκέτας
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
ἰκμαίνω
ἰκμαῖος
ἰκμαλέος
View word page
ἱκετηρία
a supplicant’s olive branch
ShortDef
a supplicant’s olive branch
Debugging
Headword:
ἱκετηρία
Headword (normalized):
ἱκετηρία
Headword (normalized/stripped):
ικετηρια
IDX:
42508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42509
Key:
Data
{'content': 'a supplicant’s olive branch'}