Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἰκέλιος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκέτας
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
ἰκμαίνω
View word page
ἱκετευτικός
supplicatory
ShortDef
supplicatory
Debugging
Headword:
ἱκετευτικός
Headword (normalized):
ἱκετευτικός
Headword (normalized/stripped):
ικετευτικος
IDX:
42506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42507
Key:
Data
{'content': 'supplicatory'}