Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰκάς
Ἰκέλιος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκέτας
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
View word page
ἱκετευτέος
to be besought
ShortDef
to be besought
Debugging
Headword:
ἱκετευτέος
Headword (normalized):
ἱκετευτέος
Headword (normalized/stripped):
ικετευτεος
IDX:
42505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42506
Key:
Data
{'content': 'to be besought'}