Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἴκαρος
ἰκάς
Ἰκέλιος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκέτας
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
ἱκετώσυνα
ἰκμαδώδης
View word page
ἱκέτευμα
a mode of supplication

ShortDef

a mode of supplication

Debugging

Headword:
ἱκέτευμα
Headword (normalized):
ἱκέτευμα
Headword (normalized/stripped):
ικετευμα
IDX:
42504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42505
Key:

Data

{'content': 'a mode of supplication'}