Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰκαρία
Ἰκάριος
Ἴκαρος
ἰκάς
Ἰκέλιος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκέτας
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετηρία
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκέτις
View word page
ἱκέτας
suppliant

ShortDef

suppliant

Debugging

Headword:
ἱκέτας
Headword (normalized):
ἱκέτας
Headword (normalized/stripped):
ικετας
IDX:
42502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42503
Key:

Data

{'content': 'suppliant'}