Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱκανοδότης
ἱκανοποιέω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκαρία
Ἰκάριος
Ἴκαρος
ἰκάς
Ἰκέλιος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκέτας
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
View word page
Ἰκέλιος
Icilius

ShortDef

Icilius

Debugging

Headword:
Ἰκέλιος
Headword (normalized):
ἰκέλιος
Headword (normalized/stripped):
ικελιος
IDX:
42496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42497
Key:

Data

{'content': 'Icilius'}