Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰίζω
ἱκανοδοσία
ἱκανοδοτέω
ἱκανοδότης
ἱκανοποιέω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκαρία
Ἰκάριος
Ἴκαρος
ἰκάς
Ἰκέλιος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκέτας
ἱκετεία
View word page
Ἰκάριος
Icarian
ShortDef
Icarian
Debugging
Headword:
Ἰκάριος
Headword (normalized):
ἰκάριος
Headword (normalized/stripped):
ικαριος
IDX:
42493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42494
Key:
Data
{'content': 'Icarian'}