Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰθύω
ἰθυωρίη
Ἰθώμη
ἰίζω
ἱκανοδοσία
ἱκανοδοτέω
ἱκανοδότης
ἱκανοποιέω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκαρία
Ἰκάριος
Ἴκαρος
ἰκάς
Ἰκέλιος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
View word page
ἱκανόω
to make sufficient, qualify
ShortDef
to make sufficient, qualify
Debugging
Headword:
ἱκανόω
Headword (normalized):
ἱκανόω
Headword (normalized/stripped):
ικανοω
IDX:
42490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42491
Key:
Data
{'content': 'to make sufficient, qualify'}