Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰθυφάνεια
ἰθυφορικός
ἰθύω
ἰθυωρίη
Ἰθώμη
ἰίζω
ἱκανοδοσία
ἱκανοδοτέω
ἱκανοδότης
ἱκανοποιέω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκαρία
Ἰκάριος
Ἴκαρος
ἰκάς
Ἰκέλιος
ἴκελος
ἰκελόω
View word page
ἱκανός
becoming, befitting, sufficing

ShortDef

becoming, befitting, sufficing

Debugging

Headword:
ἱκανός
Headword (normalized):
ἱκανός
Headword (normalized/stripped):
ικανος
IDX:
42488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42489
Key:

Data

{'content': 'becoming, befitting, sufficing'}