Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰθυφαλλικός
ἰθύφαλλος
ἰθυφάνεια
ἰθυφορικός
ἰθύω
ἰθυωρίη
Ἰθώμη
ἰίζω
ἱκανοδοσία
ἱκανοδοτέω
ἱκανοδότης
ἱκανοποιέω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκαρία
Ἰκάριος
Ἴκαρος
ἰκάς
Ἰκέλιος
View word page
ἱκανοδότης
one who gives security

ShortDef

one who gives security

Debugging

Headword:
ἱκανοδότης
Headword (normalized):
ἱκανοδότης
Headword (normalized/stripped):
ικανοδοτης
IDX:
42486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42487
Key:

Data

{'content': 'one who gives security'}