Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
Ἄλωρ
ἁλωρῆται
Ἄλωρος
ἅλως
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἁλωτός
ἀλώφητος
ἅμα
ἁμᾶ
ἁμαδέον
Ἀμάδοκος
Ἀμαζόνες
Ἀμαζονικός
Ἀμαζονίς
Ἀμαζονομαχία
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
View word page
ἀλώφητος
unremitting
ShortDef
unremitting
Debugging
Headword:
ἀλώφητος
Headword (normalized):
ἀλώφητος
Headword (normalized/stripped):
αλωφητος
IDX:
4247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4248
Key:
Data
{'content': 'unremitting'}