Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰθυντής
ἰθύνω
ἰθυπορέω
ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
ἰθύρροπος
ἰθύς
ἰθύς2
ἰθυσκόλιος
ἰθυτένεια
ἰθυτενής
ἰθύτης
ἰθυτμής
ἰθύτρην
ἰθυφαλλικός
ἰθύφαλλος
ἰθυφάνεια
ἰθυφορικός
ἰθύω
ἰθυωρίη
Ἰθώμη
View word page
ἰθυτενής
stretched out, straight

ShortDef

stretched out, straight

Debugging

Headword:
ἰθυτενής
Headword (normalized):
ἰθυτενής
Headword (normalized/stripped):
ιθυτενης
IDX:
42472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42473
Key:

Data

{'content': 'stretched out, straight'}