Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰθυντήρ
ἰθυντήριος
ἰθυντής
ἰθύνω
ἰθυπορέω
ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
ἰθύρροπος
ἰθύς
ἰθύς2
ἰθυσκόλιος
ἰθυτένεια
ἰθυτενής
ἰθύτης
ἰθυτμής
ἰθύτρην
ἰθυφαλλικός
ἰθύφαλλος
ἰθυφάνεια
ἰθυφορικός
ἰθύω
View word page
ἰθυσκόλιος
curved in one direction, though straight in another

ShortDef

curved in one direction, though straight in another

Debugging

Headword:
ἰθυσκόλιος
Headword (normalized):
ἰθυσκόλιος
Headword (normalized/stripped):
ιθυσκολιος
IDX:
42470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42471
Key:

Data

{'content': 'curved in one direction, though straight in another'}