Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
Ἄλωρ
ἁλωρῆται
Ἄλωρος
ἅλως
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἁλωτός
ἀλώφητος
ἅμα
ἁμᾶ
ἁμαδέον
Ἀμάδοκος
Ἀμαζόνες
Ἀμαζονικός
Ἀμαζονίς
Ἀμαζονομαχία
Ἀμαζών
View word page
ἁλωτός
to be taken
ShortDef
to be taken
Debugging
Headword:
ἁλωτός
Headword (normalized):
ἁλωτός
Headword (normalized/stripped):
αλωτος
IDX:
4246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4247
Key:
Data
{'content': 'to be taken'}