Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἴθυμβος
ἴθυνα
ἰθυντήρ
ἰθυντήριος
ἰθυντής
ἰθύνω
ἰθυπορέω
ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
ἰθύρροπος
ἰθύς
ἰθύς2
ἰθυσκόλιος
ἰθυτένεια
ἰθυτενής
ἰθύτης
ἰθυτμής
ἰθύτρην
ἰθυφαλλικός
ἰθύφαλλος
ἰθυφάνεια
View word page
ἰθύς
straight, direct

ShortDef

straight, direct
a straight course

Debugging

Headword:
ἰθύς
Headword (normalized):
ἰθύς
Headword (normalized/stripped):
ιθυς
IDX:
42468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42469
Key:

Data

{'content': 'straight, direct'}