Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
Ἄλωρ
ἁλωρῆται
Ἄλωρος
ἅλως
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἁλωτός
ἀλώφητος
ἅμα
ἁμᾶ
ἁμαδέον
Ἀμάδοκος
Ἀμαζόνες
Ἀμαζονικός
View word page
ἅλως
a threshing-floor, a halo
ShortDef
a threshing-floor, a halo
Debugging
Headword:
ἅλως
Headword (normalized):
ἅλως
Headword (normalized/stripped):
αλως
IDX:
4243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4244
Key:
Data
{'content': 'a threshing-floor, a halo'}