Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱεροψάλτης
ἱερόψυχος
ἱερόω
ἱέρωμα
Ἱέρων
ἱερώνυμος
ἱέρωσις
ἱερωστί
ἱερωσύνη
ἱερωσύνιον
ἱερώσυνος
ἱερωτός
ἴεσις
ἵεσις
Ἰεσσαῖος
Ἰέται
ἰεῦ
ιϛʹ
ιζʹ
ἱζαίνω
ἱζάνω
View word page
ἱερώσυνος
priestly
ShortDef
priestly
Debugging
Headword:
ἱερώσυνος
Headword (normalized):
ἱερώσυνος
Headword (normalized/stripped):
ιερωσυνος
IDX:
42409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42410
Key:
Data
{'content': 'priestly'}