Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεροφύλαξ
ἱερόφωνος
ἱερόχθων
ἱεροψάλτης
ἱερόψυχος
ἱερόω
ἱέρωμα
Ἱέρων
ἱερώνυμος
ἱέρωσις
ἱερωστί
ἱερωσύνη
ἱερωσύνιον
ἱερώσυνος
ἱερωτός
ἴεσις
ἵεσις
Ἰεσσαῖος
Ἰέται
ἰεῦ
ιϛʹ
View word page
ἱερωστί
in holy sort, piously

ShortDef

in holy sort, piously

Debugging

Headword:
ἱερωστί
Headword (normalized):
ἱερωστί
Headword (normalized/stripped):
ιερωστι
IDX:
42406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42407
Key:

Data

{'content': 'in holy sort, piously'}