Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντρια
ἱεροφοιτάω
ἱεροφυλάκιον
ἱεροφύλαξ
ἱερόφωνος
ἱερόχθων
ἱεροψάλτης
ἱερόψυχος
ἱερόω
ἱέρωμα
Ἱέρων
ἱερώνυμος
ἱέρωσις
ἱερωστί
ἱερωσύνη
ἱερωσύνιον
ἱερώσυνος
ἱερωτός
ἴεσις
View word page
ἱερόω
to hallow, consecrate, dedicate

ShortDef

to hallow, consecrate, dedicate

Debugging

Headword:
ἱερόω
Headword (normalized):
ἱερόω
Headword (normalized/stripped):
ιεροω
IDX:
42401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42402
Key:

Data

{'content': 'to hallow, consecrate, dedicate'}