Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
Ἄλωρ
ἁλωρῆται
Ἄλωρος
ἅλως
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἁλωτός
ἀλώφητος
ἅμα
ἁμᾶ
View word page
ἀλωπός
fox-coloured
ShortDef
fox-coloured
Debugging
Headword:
ἀλωπός
Headword (normalized):
ἀλωπός
Headword (normalized/stripped):
αλωπος
IDX:
4239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4240
Key:
Data
{'content': 'fox-coloured'}