Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεροτέκτων
ἱεροτελεστία
ἱεροτεύκτης
ἱερότροχος
ἱερουργέω
ἱερούργημα
ἱερουργία
ἱερουργικός
ἱερουργός
Ἰερουσαλήμ
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντρια
ἱεροφοιτάω
ἱεροφυλάκιον
ἱεροφύλαξ
ἱερόφωνος
ἱερόχθων
ἱεροψάλτης
View word page
ἱεροφαντέω
to be a hierophant

ShortDef

to be a hierophant

Debugging

Headword:
ἱεροφαντέω
Headword (normalized):
ἱεροφαντέω
Headword (normalized/stripped):
ιεροφαντεω
IDX:
42389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42390
Key:

Data

{'content': 'to be a hierophant'}