Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
Ἄλωρ
ἁλωρῆται
Ἄλωρος
ἅλως
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἁλωτός
ἀλώφητος
ἅμα
View word page
ἀλώπηξ
a fox

ShortDef

a fox

Debugging

Headword:
ἀλώπηξ
Headword (normalized):
ἀλώπηξ
Headword (normalized/stripped):
αλωπηξ
IDX:
4238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4239
Key:

Data

{'content': 'a fox'}