Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεροσύλησις
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱεροταμίας
ἱεροταμιεύω
ἱερότας
ἱεροτέκτων
ἱεροτελεστία
ἱεροτεύκτης
ἱερότροχος
ἱερουργέω
ἱερούργημα
ἱερουργία
ἱερουργικός
ἱερουργός
Ἰερουσαλήμ
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντρια
View word page
ἱερουργέω
to perform sacred rites

ShortDef

to perform sacred rites

Debugging

Headword:
ἱερουργέω
Headword (normalized):
ἱερουργέω
Headword (normalized/stripped):
ιερουργεω
IDX:
42383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42384
Key:

Data

{'content': 'to perform sacred rites'}