Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
Ἄλωρ
ἁλωρῆται
Ἄλωρος
ἅλως
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἁλωτός
ἀλώφητος
View word page
ἀλωπεκώδης
fox-like, sly
ShortDef
fox-like, sly
Debugging
Headword:
ἀλωπεκώδης
Headword (normalized):
ἀλωπεκώδης
Headword (normalized/stripped):
αλωπεκωδης
IDX:
4237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4238
Key:
Data
{'content': 'fox-like, sly'}