Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεροσκόπος
Ἱεροσόλυμα
Ἱεροσολυμίτης
ἱεροστάτης
ἱεροστολικά
ἱερόστολος
ἱεροσυλέω
ἱεροσύλημα
ἱεροσύλησις
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱεροταμίας
ἱεροταμιεύω
ἱερότας
ἱεροτέκτων
ἱεροτελεστία
ἱεροτεύκτης
ἱερότροχος
ἱερουργέω
ἱερούργημα
ἱερουργία
View word page
ἱερόσυλος
a temple-robber, sacrilegious person

ShortDef

a temple-robber, sacrilegious person

Debugging

Headword:
ἱερόσυλος
Headword (normalized):
ἱερόσυλος
Headword (normalized/stripped):
ιεροσυλος
IDX:
42375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42376
Key:

Data

{'content': 'a temple-robber, sacrilegious person'}