Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱερός
ἱεροσαλπικτής
ἱεροσκοπέομαι
ἱεροσκοπία
ἱεροσκόπος
Ἱεροσόλυμα
Ἱεροσολυμίτης
ἱεροστάτης
ἱεροστολικά
ἱερόστολος
ἱεροσυλέω
ἱεροσύλημα
ἱεροσύλησις
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱεροταμίας
ἱεροταμιεύω
ἱερότας
ἱεροτέκτων
ἱεροτελεστία
ἱεροτεύκτης
View word page
ἱεροσυλέω
to rob a temple, commit sacrilege

ShortDef

to rob a temple, commit sacrilege

Debugging

Headword:
ἱεροσυλέω
Headword (normalized):
ἱεροσυλέω
Headword (normalized/stripped):
ιεροσυλεω
IDX:
42371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42372
Key:

Data

{'content': 'to rob a temple, commit sacrilege'}