Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱερόποιον
ἱεροποιός
ἱερόπολις
ἱεροπομπός
ἱεροπρεπής
ἱεροπρόσπολος
ἱερόπτης
ἱεροράβδος
ἱερός
ἱεροσαλπικτής
ἱεροσκοπέομαι
ἱεροσκοπία
ἱεροσκόπος
Ἱεροσόλυμα
Ἱεροσολυμίτης
ἱεροστάτης
ἱεροστολικά
ἱερόστολος
ἱεροσυλέω
ἱεροσύλημα
ἱεροσύλησις
View word page
ἱεροσκοπέομαι
inspect victims, divine therefrom

ShortDef

inspect victims, divine therefrom

Debugging

Headword:
ἱεροσκοπέομαι
Headword (normalized):
ἱεροσκοπέομαι
Headword (normalized/stripped):
ιεροσκοπεομαι
IDX:
42363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42364
Key:

Data

{'content': 'inspect victims, divine therefrom'}