Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱερόπλοκος
ἱεροποιέω
ἱεροποίημα
ἱεροποιία
ἱερόποιον
ἱεροποιός
ἱερόπολις
ἱεροπομπός
ἱεροπρεπής
ἱεροπρόσπολος
ἱερόπτης
ἱεροράβδος
ἱερός
ἱεροσαλπικτής
ἱεροσκοπέομαι
ἱεροσκοπία
ἱεροσκόπος
Ἱεροσόλυμα
Ἱεροσολυμίτης
ἱεροστάτης
ἱεροστολικά
View word page
ἱερόπτης
haruspex

ShortDef

haruspex

Debugging

Headword:
ἱερόπτης
Headword (normalized):
ἱερόπτης
Headword (normalized/stripped):
ιεροπτης
IDX:
42359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42360
Key:

Data

{'content': 'haruspex'}