Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεροπαρέκτης
ἱερόπλοκος
ἱεροποιέω
ἱεροποίημα
ἱεροποιία
ἱερόποιον
ἱεροποιός
ἱερόπολις
ἱεροπομπός
ἱεροπρεπής
ἱεροπρόσπολος
ἱερόπτης
ἱεροράβδος
ἱερός
ἱεροσαλπικτής
ἱεροσκοπέομαι
ἱεροσκοπία
ἱεροσκόπος
Ἱεροσόλυμα
Ἱεροσολυμίτης
ἱεροστάτης
View word page
ἱεροπρόσπολος
sacred attendant, priest

ShortDef

sacred attendant, priest

Debugging

Headword:
ἱεροπρόσπολος
Headword (normalized):
ἱεροπρόσπολος
Headword (normalized/stripped):
ιεροπροσπολος
IDX:
42358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42359
Key:

Data

{'content': 'sacred attendant, priest'}