Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱερομοσχοσφραγιστής
ἱερομύστης
Ἱερόν
ἱερόν
ἱερονίκης
ἱερονομέω
ἱερονόμοι
ἱερονουμηνία
ἱεροπαρέκτης
ἱερόπλοκος
ἱεροποιέω
ἱεροποίημα
ἱεροποιία
ἱερόποιον
ἱεροποιός
ἱερόπολις
ἱεροπομπός
ἱεροπρεπής
ἱεροπρόσπολος
ἱερόπτης
ἱεροράβδος
View word page
ἱεροποιέω
to offer sacrifices, to sacrifice

ShortDef

to offer sacrifices, to sacrifice

Debugging

Headword:
ἱεροποιέω
Headword (normalized):
ἱεροποιέω
Headword (normalized/stripped):
ιεροποιεω
IDX:
42350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42351
Key:

Data

{'content': 'to offer sacrifices, to sacrifice'}