Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
Ἄλωρ
ἁλωρῆται
Ἄλωρος
ἅλως
ἁλώσιμος
View word page
ἀλωπεκίς
a foxskin cap
ShortDef
a foxskin cap
Debugging
Headword:
ἀλωπεκίς
Headword (normalized):
ἀλωπεκίς
Headword (normalized/stripped):
αλωπεκις
IDX:
4234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4235
Key:
Data
{'content': 'a foxskin cap'}