Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
Ἄλωρ
ἁλωρῆται
Ἄλωρος
View word page
ἀλωπεκίζω
to play the fox

ShortDef

to play the fox

Debugging

Headword:
ἀλωπεκίζω
Headword (normalized):
ἀλωπεκίζω
Headword (normalized/stripped):
αλωπεκιζω
IDX:
4232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4233
Key:

Data

{'content': 'to play the fox'}