Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱεροθήκη
ἱεροθρησκεία
ἱερόθροος
ἱεροθύσιον
ἱεροθυτέω
ἱεροθύτης
ἱερόθυτος
ἱεροκαυτέω
ἱεροκηρυκεύω
ἱεροκῆρυξ
ἱεροκόμος
ἱεροκορακικά
ἱεροκτίστης
ἱερόκτιτος
ἱερόληπτος
ἱερολογέω
ἱερολογία
ἱερολόγοι
ἱερόμαντις
ἱερομηνία
ἱερομήνια
View word page
ἱεροκόμος
one who takes charge of a temple
ShortDef
one who takes charge of a temple
Debugging
Headword:
ἱεροκόμος
Headword (normalized):
ἱεροκόμος
Headword (normalized/stripped):
ιεροκομος
IDX:
42324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42325
Key:
Data
{'content': 'one who takes charge of a temple'}