Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεροθέσιον
ἱεροθετέω
ἱεροθήκη
ἱεροθρησκεία
ἱερόθροος
ἱεροθύσιον
ἱεροθυτέω
ἱεροθύτης
ἱερόθυτος
ἱεροκαυτέω
ἱεροκηρυκεύω
ἱεροκῆρυξ
ἱεροκόμος
ἱεροκορακικά
ἱεροκτίστης
ἱερόκτιτος
ἱερόληπτος
ἱερολογέω
ἱερολογία
ἱερολόγοι
ἱερόμαντις
View word page
ἱεροκηρυκεύω
to be a ἱεροκῆρυξ

ShortDef

to be a ἱεροκῆρυξ

Debugging

Headword:
ἱεροκηρυκεύω
Headword (normalized):
ἱεροκηρυκεύω
Headword (normalized/stripped):
ιεροκηρυκευω
IDX:
42322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42323
Key:

Data

{'content': 'to be a ἱεροκῆρυξ'}