Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
Ἄλωρ
ἁλωρῆται
View word page
ἀλωπεκιδεύς
a young fox

ShortDef

a young fox

Debugging

Headword:
ἀλωπεκιδεύς
Headword (normalized):
ἀλωπεκιδεύς
Headword (normalized/stripped):
αλωπεκιδευς
IDX:
4231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4232
Key:

Data

{'content': 'a young fox'}