Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱερόγλυφος
ἱερογλωσσόκομον
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερογραφικός
ἱερόδακρυς
ἱεροδιδάσκαλος
ἱεροδόκος
ἱεροδουλεία
ἱερόδουλος
ἱερόδρομος
ἱεροθαλλής
ἱεροθέσιον
ἱεροθετέω
ἱεροθήκη
ἱεροθρησκεία
ἱερόθροος
ἱεροθύσιον
ἱεροθυτέω
ἱεροθύτης
ἱερόθυτος
View word page
ἱερόδρομος
flowing in a sacred stream
ShortDef
flowing in a sacred stream
Debugging
Headword:
ἱερόδρομος
Headword (normalized):
ἱερόδρομος
Headword (normalized/stripped):
ιεροδρομος
IDX:
42310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42311
Key:
Data
{'content': 'flowing in a sacred stream'}