Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱερογλυφιστί
ἱερόγλυφος
ἱερογλωσσόκομον
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερογραφικός
ἱερόδακρυς
ἱεροδιδάσκαλος
ἱεροδόκος
ἱεροδουλεία
ἱερόδουλος
ἱερόδρομος
ἱεροθαλλής
ἱεροθέσιον
ἱεροθετέω
ἱεροθήκη
ἱεροθρησκεία
ἱερόθροος
ἱεροθύσιον
ἱεροθυτέω
ἱεροθύτης
View word page
ἱερόδουλος
temple-slave
ShortDef
temple-slave
Debugging
Headword:
ἱερόδουλος
Headword (normalized):
ἱερόδουλος
Headword (normalized/stripped):
ιεροδουλος
IDX:
42309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42310
Key:
Data
{'content': 'temple-slave'}