Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
ἀλωπός
View word page
ἀλωπεκία
mange in foxes
ShortDef
mange in foxes
Debugging
Headword:
ἀλωπεκία
Headword (normalized):
ἀλωπεκία
Headword (normalized/stripped):
αλωπεκια
IDX:
4229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4230
Key:
Data
{'content': 'mange in foxes'}