Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
ἱέρευσις
ἱερευτικός
ἱερεύω
ἱερίζω
ἱερίς
ἱερισμός
ἱεριστής
ἱεριτεύω
ἱερογλυφέω
ἱερογλυφικός
ἱερογλυφιστί
ἱερόγλυφος
ἱερογλωσσόκομον
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερογραφικός
ἱερόδακρυς
ἱεροδιδάσκαλος
View word page
ἱεριτεύω
serve as priest
ShortDef
serve as priest
Debugging
Headword:
ἱεριτεύω
Headword (normalized):
ἱεριτεύω
Headword (normalized/stripped):
ιεριτευω
IDX:
42296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42297
Key:
Data
{'content': 'serve as priest'}