Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱεραφόρος
ἱέρεια
ἱερεία
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
ἱέρευσις
ἱερευτικός
ἱερεύω
ἱερίζω
ἱερίς
ἱερισμός
ἱεριστής
ἱεριτεύω
ἱερογλυφέω
ἱερογλυφικός
ἱερογλυφιστί
ἱερόγλυφος
ἱερογλωσσόκομον
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
View word page
ἱερίς
priestess
ShortDef
priestess
Debugging
Headword:
ἱερίς
Headword (normalized):
ἱερίς
Headword (normalized/stripped):
ιερις
IDX:
42293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42294
Key:
Data
{'content': 'priestess'}